προσκρούσεως

προσκρούσεως
προσκρούσεω̆ς , πρόσκρουσις
dashing against
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβαράρισμα — το [αβαράρω] 1. η καθέλκυση πλοίου 2. η απομάκρυνση πλοίου από την ακτή με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσαράξεως ή προσκρούσεώς του σ’ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • διπύθμενος — η, ο (για μεγάλα πολεμικά και εμπορικά πλοία) 1. αυτός που έχει δύο πυθμένες για μεγαλύτερη ασφάλεια σε περίπτωση προσκρούσεως σε ύφαλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπύθμενα οι στεγανοί χώροι ανάμεσα στους δύο πυθμένες, ανάμεσα στον εσωτερικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”